μαξούλι

μαξούλι
το
(λ. τουρκ.), η σοδειά, η συγκομιδή: Φέτος δεν είχαμε πολύ μαξούλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαξούλι — το (Μ μαξούλι(ν) προϊόν, εσοδεία, συγκομιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahsul] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”